Categories
ΑΡΘΡΑ

ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜEΝΟΙ «ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ»

«Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν
σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει
τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε
περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής
τέτοιας που δεν λησμονιέται ποτέ».


Η ιστορία των μόνοπλων ζώων, δηλαδή του ίππου,  του ημίονου και του όνου, συνδέεται στενά με την  ιστορία του ανθρώπου, αφού μαζί με αυτά διέσχισε  αχανείς πεδιάδες, πέρασε δύσβατα και απρόσιτα  βουνά και βρήκε τους κατάλληλους τόπους για να  εγκατασταθεί και να φτιάξει τη ζωή του. Η ονομασία  μόνοπλα οφείλεται στο ανατομικό σχήμα των άκρων  τους, τα οποία καταλήγουν σε μία οπλή.  

Το άλογο στην αρχαία Ελλάδα εθεωρείτο θείο και ιερό ζώο. Κατείχε εξέχουσα θέση στη μυ-θολογία, τη νομισματική, την αγγειοπλαστική, τη ζωγραφική και γενικά στις καλές τέχνες.
Ιδιαίτερα πληθωρική υπήρξε η παρουσία των αλόγων στον βίο των θεών, με αποτέλεσμα η προσωνυμία «ίππιος-ια» να δοθεί σε θεότητες όπως ο Ποσειδώνας, η Ήρα, ο Άρης, η Δήμητρα και η Αθηνά.

Πολύ πριν από το άλογο εξημερώθηκε και χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως μεταφορικό μέσο ο όνος, ενώ οι ημίονοι ως απότοκο
εύκολης σύζευξης του όνου με τη φοράδα χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο άθλημα της απήνης,
το οποίο ήταν αγώνας δρόμου μεταξύ αρμάτων. Κάθε άρμα το έσερναν δύο έως τέσσερις ημίονοι.

Το προϊόν της διασταύρωσης αρσενικού όνου με φοράδα ονομάζεται ορεύς, ενώ αυτό της διασταύρωσης επιβήτορα με θηλυκή όνο, γίννος. Ο ορεύς είναι ζώο ανθεκτικότερο με περισσότερη δυνατότητα φόρτωσης και ελκτικής ικανότητας, σε σύγκριση με τον γίννο. Οι ημίονοι ως μεταγωγικά ζώα χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στο παρελθόν από όλους τους στρατούς, λόγω έλλειψης μηχανοκίνησης, κυρίως σε επιχειρήσεις επί ορεινού εδάφους. Αξιοσημείωτο είναι ότι και σήμερα χρησιμοποιούνται με διάφορες φορτώσεις από σύγχρονους στρατούς όταν επιχειρούν σε ορεινό έδαφος.

Ταχύτατα και ανθεκτικά

Όπως σε όλες τις προηγούμενες πολεμικές αναμετρήσεις του έθνους μας, έτσι και κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο τα μόνοπλα ζώα αποτελούσαν για χώρες όπως η δική μας, που κατά κύριο
λόγο έχει ορεινή σύνθεση εδάφους και διέθετε ελάχιστα mηχανοκίνητα μέσα, βασικό στοιχείο της πολεμικής της μηχανής, με το ιππικό ως μάχιμο όπλο, με κύρια χαρακτηριστικά την ταχύτητα και την ευκινησία του, και τους ημίονους ως μεταγωγικά. Σύμφωνα με τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, κατά την περίοδο 1936 -1 940 και στο πλαίσιο της προπαρασκευής του
Στρατού για τον πόλεμο, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να βελτιωθεί η μαχητική του ικανότητα. Διατέθηκαν 108.783.456 δρχ. για προμήθεια 6.000 μόνοπλων ζώων, 91.834.956 δρχ. για κατασκευή σαγμάτων, ιπποσκευών, ειδών σαγής και ιπποκομίας, 10.834.956 δρχ. για αγορά κτηνιατρικού υλικού και μεγάλες πι-
στώσεις για απόθεμα κριθοβρώμης 30 ημερών.

Η προμήθεια μονόπλων (ιππωνίες) από το εξωτερικό διενεργούνταν από επιτροπές αξιωματικών με τη συμμετοχή στρατιωτικών κτηνιάτρων. Οι προμήθειες αλόγων γίνονταν από τη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Ιρλανδία, και ημιόνων από την Τύνιδα, την Αλγερία, την Ιταλία και την Κύπρο. Η κάλυψη των αναγκών της υπηρεσίας, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο από το Κέντρο Ιππωνιών (Κ.Ι.) της Στρατιάς. Έτσι, εντός του πρώτου διμήνου από την επιστράτευση συγκροτήθηκαν 5 Νοσοκομεία Κτηνών, 5 Κτηνιατρικά Αποσπάσματα Σωμάτων Στρατού, 19 Κτηνιατρικά Αποσπάσματα Μεραρχιών, 4 Αποθήκες Κτηνιατρικού
Υλικού και 6 Κέντρα Ιππωνιών. Η συνολική δύναμη σε μόνοπλα ανήλθε με την έναρξη του πολέμου σε 150.000 ζώα και, κατά τον ταξίαρχο Κοεμτζόπουλο, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής
του Κτηνιατρικού Σώματος, σε 270.000 ζώα. Από όλα αυτά επιβίωσαν περίπου τα 70.000. Χάρη στην κτηνιατρική επίβλεψη και την επιλογή των κατάλληλων ζώων, η επίταξη των κτηνών των έφιππων μονάδων (κατά την οποία περιλαμβάνονταν πλήρης κλινική εξέταση, μαλεϊνισμός, θερμή πετάλωση και συντάσσονταν τα μητρώα) έγινε με επιτυχία και εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Σπύρου Μελά, «Αποχαιρετισμοί», στην εφημερίδα Εστία της
2ας Νοεμβρίου 1940, όπου, περιγράφοντας σκηνές από τις επιτάξεις, μεταξύ των άλλων υμνεί αυτά τα ζώα, χαρακτηρίζοντάς τα σαν τα πολυτιμότερα μέλη της οικογένειας, γιατί «αυτά κουβαλούν την οικογένεια στο αμπέλι και στο χωράφι, αυτά κουβαλούν τα ξύλα για το τζάκι, αυτά τα μεγάλα καλάθια με τον τρύγο, αυτά το αλεύρι στο μύλο και τα λαχανικά στην πόλη, αυτά στολισμένα με τα πολύχρωμα χράμια την κυρά στις μεγάλες γιορτές».

Στρατιώτες και ημιονηγοί με τον ποταμό
Δεβόλη στο βάθος.Φωτ. Δημήτριος Α. Χαρισιάδης
(Μουσείο Μπενάκη/ Φωτογραφικά Αρχεία).
Έφιππος στρατιώτης Φωτ. Δημήτριος Α. Χαρισιάδης (Μουσείο Μπενάκη/ Φωτογραφικά
Αρχεία).
Στρατιώτης με άλογο σε πηγή. Αλβανία, Φωτ. Δημήτριος Α. Χαρισιάδης (Μουσείο Μπενάκη/ Φωτογραφικά Αρχεία).


Η Κτηνιατρική Υπηρεσία του ΓΕΣ

Κύριο μέλημα του ΓΕΣ υπήρξε η επάνδρωση της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας με το κατάλληλο προσωπικό. Επισημαίνεται ότι οι κτηνίατροι ήταν ελάχιστοι, καθόσον οι υπάρχοντες στην Ελλάδα ήταν όλοι απόφοιτοι σχολών του εξωτερικού. Η έλλειψη κτηνιάτρων ανάγκασε τον Αλέξανδρο Παπάγο να απευθύνει ερώτημα στη Διεύθυνση Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας «εάν η Γεωπονική και Δασολογική σχολή διδάσκονται μαθήματα Κτηνιατρικής και εάν οι απόφοιτοι των σχολών αυτών μπορούν να παρέχουν πρώτες βοήθειες στα ζώα». Η απάντηση ότι οι σπουδαστές διδάσκονται μόνο κάποια στοιχεία Κτηνιατρικής, οδήγησε την υπηρεσία να στραφεί αποκλειστικά σε πτυχιούχους ή και τελειόφοιτους φοιτητές της Κτηνιατρικής.

Ανάμεσα στις άλλες φροντίδες της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του ΓΕΣ ήταν και η συγγραφή σχετικών εγχειριδίων με τις θεμελιώδεις αρχές πεταλουργικής και πεταλωτικής. Συγγραφέας του εγχειριδίου Οπλή και πετάλωσις των μονόπλων και των βοοειδών, στο οποίο βασίστηκε και το εγχειρίδιο του πεταλωτού, ήταν ο ταξίαρχος Ματθαιάκης, ο οποίος διετέλεσε
διευθυντής Κτηνιατρικού Σώματος. Το πλέον ενδιαφέρον όμως, από τακτικής πλευράς, ήταν οργάνωση και δημιουργία των Κτηνιατρικών Αποσπασμάτων των Μεραρχιών Πεζικού, της Μεραρχίας Ιππικού και των Σωμάτων Στρατού. Συγκροτούνταν στον πόλεμο με δύναμη 2 έως 4 αξιωματικών κτηνιάτρων και 29 έως 52 οπλιτών, και αποτελούσαν ανεξάρτητες Μονάδες υπαγόμενες στον διευθυντή Κτηνιατρικής Υπηρεσίας των Σχηματισμών. Η κύρια αποστολή τους ήταν η συγκέντρωση και θεραπεία των τραυματιζόμενων κτηνών, η διακομιδή τους στα Νοσοκομεία Κτηνών και ο ανεφοδιασμός των μονάδων με κτηνιατρικό υλικό.

Επιτυχής υπήρξε και ο ανεφοδιασμός σε κτηνιατρικό και φαρμακευτικό υλικό. Ο ανεφοδιασμός σε πεταλωτικό υλικό έγινε κανονικά, αν και υπήρξαν δυσχέρειες σχετικά με το μέγεθος των πετάλων, ιδιαίτερα στα επίτακτα ζώα. Το μεγάλο πρόβλημα για την υπηρεσία ήταν η εύρεση και αγορά νομής, κυρίως χόρτου, λόγω αυξημένης ζήτησης και των εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν τον χειμώνα του 1940-1941.

Οι ηρωικοί κτηνίατροι

Όλες οι προσπάθειες του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά να αποφύγει τον πόλεμο με κάθε τρόπο απέβησαν μάταιες. Έτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο πόλεμος έφτασε και στην Ελλάδα. Οι επιχειρησιακές ανάγκες επέβαλαν στους Έλληνες μαχητές τη χρησιμοποίηση των μόνοπλων ζώων κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιοδήποτε τίμημα.

Είναι χαρακτηριστική και ιδιαίτερα συγκινητική η μαρτυρία το 1977 του μεγάλου μας ηθοποιού και εφέδρου υπολοχαγού Διονύση Παπαγιαννόπουλου σε τηλεοπτική εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού. Περιγράφοντας στιγμές του πολέμου στα βορειοηπειρωτικά βουνά, χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα τυχερούς όλους αυτούς που δίπλα τους είχαν μουλάρια, αφού κατά την
πορεία κατάκοποι και άυπνοι, πιάνοντας την ουρά των μουλαριών, τα ακολουθούσαν ακόμα και κοιμώμενοι περπατώντας ή, κατά τις ολιγόλεπτες στάσεις, αναπαύονταν ακουμπώντας επάνω τους για να ζεσταθούν.

Ο σφοδρότατος χειμώνας του 1940 και η αδυναμία προστασίας των μονόπλων από αυτόν στα προωθημένα και ιδίως στα εν κινήσει τμήματα είχε σαν συνέπεια τον θάνατο χιλιάδων ζώων. Κατά το πρώτο δίμηνο του πολέμου δοκιμάστηκε ιδίως η Μεραρχία Ιππικού, αλλά και η Ταξιαρχία, η οποία έδρασε ως ταχυκίνητο τμήμα πεζικού κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες
συνθήκες. Εξαιτίας του ψύχους και της έλλειψης νομής, οι απώλειες της Μεραρχίας υπερέβησαν το 50% της δύναμής της.

Άλλη σοβαρή αιτία απωλειών υπήρξε η μη κανονική διαφρόντιση των ζώων κυρίως στις επιστρατευθείσες μονάδες, οι οποίες στερούνταν κτηνιάτρου, και οι επίστρατοι ημιονηγοί προέρχονταν συχνά από πόλεις, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα ζώα και δεν είχαν εκπαιδευτεί σε ιππωνιακά αντικείμενα. Η μη κανονική σάξη και φόρτωση των ζώων και η μη κανονική τήρηση των κανόνων πειθαρχίας στις πορείες είχε ως συνέπεια την αύξηση των Τραυμάτων σαγής σε μεγάλη έκταση. Αποτέλεσαν το 80-90% των τραυμάτων. Το Νοσοκομείο Κτηνών Αθηνών ημερησίως διενεργούσε 25-30 επεμβάσεις ακρωμίας με γάγγραινα και συρίγγια. Στα Νοσοκομεία Κτηνών Θεσσαλονίκης και Λάρισας ο αριθμός των νοσηλευόμενων κτηνών υπερέβη τα 1.500. Τα Κτηνιατρικά Αποσπάσματα των Σωμάτων Στρατού υποδέχονταν ασθενή ζώα κυρίως από Μονάδες που δεν διέθεταν κτηνιάτρους, όπως χαρακτηριστικά συνέβαινε στους λόχους ημιονηγών, που διέθεταν 21 ίππους και 837 ημίονους. Ιδιαίτερο βάρος δέχθηκαν και τα Κέντρα Ιππωνιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Α´ Κέντρο Ιππωνιών στην Πεδινή Ιωαννίνων, το οποίο δέχθηκε, ταξινόμησε και περιέθαλψε πάνω από 4.000 κτήνη με ρυθμό 230 μόνοπλα ζώα την ημέρα.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο τεράστιο έργο και την προσφορά των κτηνιάτρων, μονίμων και εφέδρων, αλλά και των τεχνιτών και νοσοκόμων κτηνών σε όλα τα κλιμάκια διοίκησης. Χαρακτηρισμοί όπως «απέδωσε λαμπρό έργο, διαπνεόμενος από εξαίρετο πατριωτισμό» κοσμούν τα ατομικά τους βιβλιάρια. Χαρακτηριστική περίπτωση ηρωισμού ήταν αυτή του ανθυποκτηνίατρου Σπυρίδωνα Μαριακάκη, για τον οποίο ο διοικητής της 17ης Ομάδος Αναγνώρισης αναφέρει: «Κατά κρίσιμον στιγμήν έδραμε μετά αραβίδος αυτοβούλως εις την πρώτην γραμμήν της μάχης… έτρεχε προς τα τραυματιζόμενα ζώα και τραυματισθέντος του ιατρού της Μονάδος, έσπευσεν και τον αντικατέστησεν εις την περίθαλψην των τραυματιών πλήρης αυταπαρνήσεως και υπό καταιγισμόν πυρός».

«Το χάιδεψα λίγο
στο σβέρκο και το φίλησα…»

Στις 18 Μαρτίου 1941, ο Χίτλερ αποφασίζει την καθολική κατάληψη της Ελλάδος, και στις 05.15 το πρωί της 6ης Απριλίου αρχίζει η γερμανική επίθεση προσβάλλοντας τη Γραμμή Μεταξά. Πριν ακόμα μπουν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, το Κέντρο Ιππωνιών Θεσσαλονίκης οπισθοχώρησε συντεταγμένα μεταφέροντας σιδηροδρομικά το σύνολο των αλόγων του στην Αθήνα. Εκεί τα 500 περίπου άλογα, χωρίς τυπικές διαδικασίες, παραχωρήθηκαν σε κτηματίες που τα ζώα τους είχαν επιταχθεί. Κάτι ανάλογο έγινε με πρωτοβουλία των στρατιωτικών κτηνιάτρων που υπηρετούσαν σε μονάδες, οι οποίοι, πριν πέσουν στα χέρια των κατακτητών, πρόλαβαν και παραχώρησαν πολλά ζώα σε αγρότες. Οι στρατιωτικοί κτηνίατροι απέκρυψαν σημαντικές ποσότητες κτηνιατρικού και επιστημονικού υλικού από τις αποθήκες Ηπείρου και των Αθηνών ώστε να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών.

Ο πολεμικός ανταποκριτής Σπύρος Τριανταφύλλου στο φύλλο της 9ης Μαρτίου 1941 της εφημερίδας Ακρόπολις μεταφέρει με τη διήγηση ενός ιππέα την τραγική στιγμή του αποχωρισμού από τον πολεμικό του σύντροφο, το άλογό του:

« […] Σ’ ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο ψαρής μου κόλλησε. Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα. Σε λίγα βήματα γύρισα να ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής τέτοιας που δεν λησμονιέται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή, βρε παιδιά. Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε. Μ’ έπιασε το κλάμα. Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δεν βάσταξε όμως η καρδιά μου. Και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ως που χάθηκα πίσω από το βράχο».

Αποτελεί μέγιστο χρέος όλων μας να αποδώσουμε φόρο τιμής στους λησμονημένους από τους περισσότερους σήμερα άλογους «συμπολεμιστές» μας, τα άλογα και τα μουλάρια, που θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες και παρά τη δική τους θέληση στους αγώνες του Έθνους, δοξάζοντας τον Στρατό μας στα ιερά πεδία των μαχών. Δυστυχώς μέχρι και σήμερα ουδέποτε τιμήθηκαν για την προσφορά και τη θυσία τους τόσο αυτά όσο και οι ηρωικοί ημιονηγοί τους.•

*Ταξίαρχος ε.α., DVM, PhD, MSc, ειδικός
κλινικός κτηνίατρος, διδάκτωρ Κτηνιατρικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης